- καλύπτειρα
- κᾰλύπτ-ειρα, ἡ, fem. of sq.,A = καλύπτρα, veil, AP6.206 (Antip. Sid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλύπτειρα — καλύπτειρα, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. τού καλυπτήρ) καλύπτρα, κάλυμμα τού κεφαλιού ή τού προσώπου … Dictionary of Greek
καλύπτειραν — καλύπτειρα veil fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)